- ἐυφραδέως
- ἐυ - φραδέως (φράζομαι): thoughtfully, wisely, Od. 19.352†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
εὐφραδέως — εὐφραδής expressing oneself correctly adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφραδής — ές (ΑΜ εὐφραδής, ές) αυτός που έχει ευχερή έκφραση, ο εύγλωττος μσν. αρχ. 1. αυτός που εκφράζεται σωστά ή με σαφήνεια 2. ο εκφρασμένος καλά. επίρρ... ευφραδώς (Α εὐφραδέως) με ευγλωττία, με ευφράδεια αρχ. 1. καθαρά, με σαφήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ… … Dictionary of Greek